επαναπατρίζω

επαναπατρίζω
επαναπάτρισα, επαναπατρίστηκα, επαναπατρισμένος, μτβ., φέρνω πίσω στην πατρίδα και εγκαθιστώ άτομα που με τη θέλησή τους εκπατρίστηκαν ή βίαια απομακρύνθηκαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαναπατρίζω — επαναπατρίζω, επαναπάτρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαναπατρίζω — φέρνω πίσω στην πατρίδα άτομα που είχαν απομακρυνθεί από εκεί βίαια ή με τη θέλησή τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”